- φιλοσέραπις
- -άπιδος, ὁ, Αβλ. φιλοσάραπις.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλοσάραπις — και φιλοσέραπις, άπιδος, ὁ, Α λάτρης τού Σαράπιδος, θεού που λατρευόταν στην Αίγυπτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + Σάραπις] … Dictionary of Greek